σαδομαζοχισμός

σαδομαζοχισμός
ο
ροπή προς το σαδισμό και το μαζοχισμό ταυτόχρονα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαδομαζοχισμός — ο, Ν η συνύπαρξη σαδισμού και μαζοχισμού στο ίδιο άτομο, η επιθυμία για επιβολή σε ένα άτομο και, συγχρόνως, η υποταγή σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochisme < sad isme (βλ. σαδισμός) + συνδετικό φωνήεν ο + masochisme (βλ. μαζοχισμός)] …   Dictionary of Greek

  • σαδομαζοχιστής — ο, θηλ. σαδομαζοχίστρια, Ν αυτός που πάσχει από σαδομαζοχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochiste < sadomasoch isme (βλ. σαδομαζοχισμός) + iste] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”